ἀμφοτερίζω
English (LSJ)
to be in both ways, ἀ. τῇ χρείᾳ, of figs, to be good to eat either fresh or dried, Jul.Ep.180.
Spanish (DGE)
I 1ser bueno de dos formas de los higos, secos o frescos, Iul.Ep.180.393b.
2 tener doble significado ὄνομα Hom.Clem.M.2.125D.
II bordear de uno y otro lado ἐστὶν ἀκρωτήριον ἀμφοτέριζον Ποσειδῶνι καὶ Νείλῳ hay un promontorio que es limítrofe al mar y al Nilo, PMichael.4.21(II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοτερίζω: εἶμαι κατὰ δύο τρόπους χρήσιμος, ἀμφοτερίζει τῇ χρείᾳ, περὶ σύκων ἅπερ καὶ ἐπιδένδρια καὶ ἐξηραμμένα εἶναι ἥδιστα. Ἰουλιαν. 393Β. - Παρὰ Στράβ. 265 διωρθώθη ἐκ χειρογρ. ἀφορίζουσι.
Greek Monolingual
ἀμφοτερίζω (Α) ἀμφότεροι
είμαι και με τις δύο πλευρές, και με τον ένα και με τον άλλο.