ἀμωμήτως
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
French (Bailly abrégé)
adv.
sans reproche.
Étymologie: ἀμώμητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμωμήτως: безукоризненно, безупречно Her.