ἀνάγειος

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγειος: -ον, ὁ ἀνὰ ἢ ὑπὲρ τὴν γῆν, Εὐσεβ. βίος Κωνστ. 3. 37.