ἀνάλαβος

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλαβος: ὁ, εἶδος μοναχικοῦ ζωστῆρος, «σταυροειδῶς τοῖς ὤμοις περιπλεκόμενος» Εὐάγρ. Μοναχ., Δουκάγγ. ἐν λέξει.