ἀνέλκυστος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλκυστος Medium diacritics: ἀνέλκυστος Low diacritics: ανέλκυστος Capitals: ΑΝΕΛΚΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anélkystos Transliteration B: anelkystos Transliteration C: anelkystos Beta Code: a)ne/lkustos

English (LSJ)

ἀνέλκυστον, incapable of being pulled, ὑπὸ φαντασίας Chrysipp.Stoic.2.40.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser arrastrado, δεῖ γὰρ τὸν ἀπρόπτωτον ἀνέλκυστόν τε εἶναι ὑπὸ φαντασίας Chrysipp.Stoic.2.40.

Greek Monolingual

-ή, -ό
εκείνος που μπορεί να ανελκυστεί, να ανυψωθεί.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέλκυστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να ανελκυστεί, να ανυψωθεί
αρχ.
εκείνος που δεν παρασύρεται.