ἀνέλκυστος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνέλκυστον, incapable of being pulled, ὑπὸ φαντασίας Chrysipp.Stoic.2.40.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser arrastrado, δεῖ γὰρ τὸν ἀπρόπτωτον ἀνέλκυστόν τε εἶναι ὑπὸ φαντασίας Chrysipp.Stoic.2.40.
Greek Monolingual
-ή, -ό
εκείνος που μπορεί να ανελκυστεί, να ανυψωθεί.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέλκυστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να ανελκυστεί, να ανυψωθεί
αρχ.
εκείνος που δεν παρασύρεται.