ἀνήϊξα

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de ἀναΐσσω.

Greek Monotonic

ἀνήϊξα: αόρ. αʹ του ἀν-αΐσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήϊξα: эп. aor. к ἀναΐσσω.