ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
ao. épq. de ἀναΐσσω.
ἀνήϊξα: αόρ. αʹ του ἀν-αΐσσω.
ἀνήϊξα: эп. aor. к ἀναΐσσω.