ἀνακράκτης

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακράκτης: ὁ, ὁ ἀνακράζων, λέξ. μεταγ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ persona ruidosa Basil.M.31.640C.