ἀναξηρασμός
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
ὁ, drying up, Sor.2.10, Leonid. ap. Aët.16.44, Herod.Med. in Rh.Mus.58.90.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
desecación ἀ. τῶν γυναικείων τόπων Sor.99.20, γίνεται δὲ σπασμὸς κατὰ ἀναξηρασμόν Herod.Med.Rh.Mus.58.90, cf. Leonid. en Aët.16.44.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξηρασμός: ὁ, τὸ ἀναξηραίνειν, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Erm. σ. 200.