ἀναρδής

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source

Spanish (DGE)

-ές
1 seco, sin agua γούνατ' ἀναρδέα σειραίνονται Euph.(?) 193f6v.G.
2 provocado por la sequía λοιμός Orác. en ZPE 1.185.