ἀνασφαιρίζω

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασφαιρίζω: -ίσω, -ιῶ, ἐκρίπτω, ἀναρρίπτω, «τῶν κενεώνων γὰρ γαίη νέκυας ἀνασφαιρίσει», Μαν. Παλαιολ. ἐν Ἀνεκδ. Μαντραγγ. τόμ. 2, σ. 686, 113, ― «βλέπε, παράνομε, πρὸς πηλίκον ὕψος ἀνεσφαίρισας τὴν τοῦ λόγου σου γλῶσσαν» Θεοδώρητ. τόμ. 1, σ. 951.

Spanish (DGE)

levantar, alzar πρὸς ... ὕψος ... τὴν τοῦ λόγου σοῦ γλῶτταν Thdt.M.80.1260C.