ἀνγράφοντεν
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀνγράφοντεν: ἀναγράφοντες, Bull. de cor. hel. 111. σ. 293: - παράδοξος κατάληξις εν πληθ. ὀνομ. μετοχῶν τριτοκλίτων, ἀντὶ τῆς συνήθους ες ἐν τρισὶ Κρητικαῖς ἐπιγρ. ἐπελθιόντεν (= ἐπελθόντες), ἀκούσαντεν (= ἀκούσαντες) καὶ ἀνγράφοντεν.