ἀνδραποδιστική

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

German (Pape)

[Seite 216] (τέχνη), neben λῃστική Plat. Soph. 222 c, Menschenräuberei; – ἀνδραποδιστικώτατοι Poll. 3, 77 aus Eupol.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδραποδιστική: ἡ (sc. τέχνη) похищение людей и продажа их в рабство, работорговля Plat.