ἀνελκής
From LSJ
English (LSJ)
ἀνελκές, free from ulceration, Hp.Off.18.
Spanish (DGE)
-ές no ulcerado Hp.Off.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελκής: -ές, ὁ μὴ ἔχων ἕλκη, Ἱππ. κατ’ Ἰητρεῖον 747.
Full diacritics: ἀνελκής | Medium diacritics: ἀνελκής | Low diacritics: ανελκής | Capitals: ΑΝΕΛΚΗΣ |
Transliteration A: anelkḗs | Transliteration B: anelkēs | Transliteration C: anelkis | Beta Code: a)nelkh/s |
ἀνελκές, free from ulceration, Hp.Off.18.
-ές no ulcerado Hp.Off.18.
ἀνελκής: -ές, ὁ μὴ ἔχων ἕλκη, Ἱππ. κατ’ Ἰητρεῖον 747.
ἀνελκής, -ές (Α)
εκείνος που δεν έχει έλκη, πληγές.