ἀνεμώτας
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
α, ὁ, ass sacrificed to the winds at Tarentum, Hsch.
Spanish (DGE)
-α, ὁ asno sacrificado a los vientos en Tarento, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώτας: ὁ, «παρὰ Ταραντίνοις ὁ ὄνος ὁ ἀνέμοις θυόμενος» Ἐτυμ. Μεγ. σ. 103. 33. - εὕρηται γεγραμμ. καὶ ἀνεμύτας καὶ ἀνεμοίτας· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.