στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ἀνθόρροια: ἡ, ἡ ῥοή, τὸ «πέσιμον» τῶν ἀνθέων, Καισάρ. σ. 952, ἔκδ. Μί.