ἀνοικειοπρόσωπος
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικειοπρόσωπος: ον· «τὸ ἀνοικειοπρόσωπον Εὐριπίδης ἔχει ἐπίληπτον», δηλ. ἔχει ἀξιόμεμπτον τὸ ὅτι δὲν ἀποδίδει οἰκείως τοῖς προσώποις τοῦ δράματος τὰ ἤθη καὶ τοὺς λόγους, Ἰω. Τζέτζ. Προλεγόμ. εἰς Ἀριστοφ. ἐν Ναυκίου Λεξικ.
Spanish (DGE)
-ον
1 inapropiado, inadecuado τὸ ἀ. la impropiedad de una expresión Tz.Comm.Ar.3.1076.40.
2 adv. -ως inadecuadamente, Tz.Comm.Ar.3.972.5.