ἀνοικτικός

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοικτικός Medium diacritics: ἀνοικτικός Low diacritics: ανοικτικός Capitals: ΑΝΟΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anoiktikós Transliteration B: anoiktikos Transliteration C: anoiktikos Beta Code: a)noiktiko/s

English (LSJ)

ἀνοικτική, ἀνοικτικόν, fit for opening, Lyd.Mens.4.64: -κόν means of opening the mouth, Orib.Fr.48.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que abre τοῦ καιροῦ trad. del lat. Aprilis Lyd.Mens.4.64
medic. subst. τὸ ἀνοικτικόν instrumento para abrir la boca, Orib.Ec.47.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικτικός: -ή, -όν, «Ρωμαῖοι Ἀπρίλιον ὡσανεὶ ἀπερίλιον [ἐκ τοῦ aperire], οἱονεὶ ἀνοικτικὸν τοῦ καιροῦ φασίν» Ἰω. Λυδ. π. μην. Δ, 44. - πρβλ. Ὀβιδ. Fast. IV. 87 κἑξ. καὶ Πλούτ. ἐν βίῳ Νουμᾶ 19: «Ἀπρίλιον ... ἀνοίγοντα καὶ ἀνακαλύπτοντα τοὺς βλαστοὺς τῶν φυτῶν». - Παρ’ ἡμῖν σήμερον, καὶ ἀπὸ αἰώνων πιθανῶς, ἄνοιξις = ἔαρ.