ἀνοικτικός
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
ἀνοικτική, ἀνοικτικόν, fit for opening, Lyd.Mens.4.64: -κόν means of opening the mouth, Orib.Fr.48.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que abre τοῦ καιροῦ trad. del lat. Aprilis Lyd.Mens.4.64
•medic. subst. τὸ ἀνοικτικόν instrumento para abrir la boca, Orib.Ec.47.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικτικός: -ή, -όν, «Ρωμαῖοι Ἀπρίλιον ὡσανεὶ ἀπερίλιον [ἐκ τοῦ aperire], οἱονεὶ ἀνοικτικὸν τοῦ καιροῦ φασίν» Ἰω. Λυδ. π. μην. Δ, 44. - πρβλ. Ὀβιδ. Fast. IV. 87 κἑξ. καὶ Πλούτ. ἐν βίῳ Νουμᾶ 19: «Ἀπρίλιον ... ἀνοίγοντα καὶ ἀνακαλύπτοντα τοὺς βλαστοὺς τῶν φυτῶν». - Παρ’ ἡμῖν σήμερον, καὶ ἀπὸ αἰώνων πιθανῶς, ἄνοιξις = ἔαρ.