ἀνταναβαίνω

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταναβαίνω: ἀναβαίνω καὶ έγώ, εἰς τὴν ἰδίαν ἀντανέβη πατρίδα (ὁ Ἑρχέριος ἔχει: ἀντανέπλει) Θεόδ. Πρόδρ. σ. 186.

Spanish (DGE)

1 entrar ἀνταναβήσονται πάντες οἱ ἐξ ἐθνῶν Cyr.Al.M.73.524D
fig. εἰς τὸν ἐκείνων ἀντανέβη κλῆρον Cyr.Al.M.71.668B.
2 identificarse con ἀνταναβήσεται δὲ αὖθις ὁ υἱὸς εἰς πατέρα Cyr.Al.M.73.64B.