ἀνταναβιβάζω

English (LSJ)

make go up in turn, X.HG3.2.15.

Spanish (DGE)

subir a su vez ἀνταναβιβάσαντες εἰς τὰ παρ' ἑαυτοῖς μνημεῖα X.HG 3.2.15.

German (Pape)

[Seite 243] dagegen hinaufsteigen lassen, Xen. Hell. 3, 2, 15.

French (Bailly abrégé)

faire monter à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀναβιβάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταναβῐβάζω: в свою очередь подниматься, всходить (εἰς τύρσεις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταναβιβάζω: μέλλ. -άσω καὶ -βιβῶ, ἀναβιβάζω καὶ ἐγώ, ἀνταναβιβάσαντες εἰς τὰ μνημεῖα καὶ τὰς τύρσεις τινὰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 15.

Greek Monolingual

ἀνταναβιβάζω (Α)
ανεβάζω με τη σειρά μου.

Greek Monotonic

ἀνταναβῐβάζω: μέλ. -βιβῶ, αναβιβάζω με τη σειρά μου, σε Ξεν.

Middle Liddell

to make go up in turn, Xen.