ἀντιπάλλομαι

English (LSJ)

rehound, Cass.Pr.26, Eust.948.12.

Spanish (DGE)

rebotar Cass.Pr.26, Eust.948.12.

German (Pape)

[Seite 256] zurückprallen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπάλλομαι: παθ., τινάσσομαι ὀπίσω, ἀναπηδῶ ἐκ τοὐπίσω, Κασσ. Προβλ. 26, Εὐστ. 948. 12.

Greek Monolingual

ἀντιπάλλομαι (Μ)
τινάζομαι προς τα πίσω, αναπηδώ.