ἀντιπάλως
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
French (Bailly abrégé)
adv.
à forces égales, avec un succès égal.
Étymologie: ἀντίπαλος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπάλως: с равными силами (τῷ ναυτικῷ ἀνθορμεῖν Thuc.).