ἀντιπρεσβεύομαι

English (LSJ)

Med., send counter-ambassadors, Th.6.75, Luc. Peregr.16: c. dat., Paus.7.9.5:—Act. in Aristid.1.372J., App.Mith. 87.

German (Pape)

[Seite 259] dagegen, ebenfalls Gesandteschicken, Thuc. 4, 118. 6, 75; act., Pol. 8, 138.

French (Bailly abrégé)

envoyer une ambassade à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, πρεσβεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπρεσβεύομαι: отправлять и со своей стороны послов Thuc., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπρεσβεύομαι: μέσ., ἀποστέλλω πρέσβεις πρός τινα ὅπως ἀντιπράξωσι κατὰ τῶν πεμφθέντων ὑπ’ ἄλλου, ἀντεπρεσβεύοντο καὶ αὐτοὶ Θουκ. 6.75, Λουκ. Περεγρ. 16· μετὰ δοτ. Παυσ. 7.9, 5.

Greek Monolingual

ἀντιπρεσβεύομαι (Α)
στέλνω σε ανταπάντηση πρέσβεις σε κάποιον που έστειλε πρέσβεις προηγουμένως.

Greek Monotonic

ἀντιπρεσβεύομαι: μέλ. -σομαι, Μέσ., αποστέλλω πρέσβεις με τη σειρά μου, σε Θουκ.

Middle Liddell

Mid. to send counter-ambassadors, Thuc.

Lexicon Thucydideum

legatos vicissim mittere, to send envoys in turn, 6.75.3.