ανταπάντηση

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

η
απάντηση που δίνεται για να αντικρούσει την απάντηση την οποία έδωσε κάποιος σε ερώτημα η άποψη που διατυπώθηκε προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαντώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον φιλόλογο Γρηγόριο Παπαδόπουλο].