ἀντίστασις

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίστᾰσις Medium diacritics: ἀντίστασις Low diacritics: αντίστασις Capitals: ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: antístasis Transliteration B: antistasis Transliteration C: antistasis Beta Code: a)nti/stasis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A counter-faction, στάσις καὶ ἀντίστασις καὶ μάχη Pl.R. 560a.
II opposition, αἰώνιος Ph.1.577; ἐπὶ τῇ ἀρχῇ J.AJ 17.11.2; τύχης Plu.Aem.36; ἐξ ἀντιστάσεως ἀγωνίζεσθαι = in pitched battle, Hdn. 5.4.4; ἴσην ἀντίστασιν ἔχειν weigh equally, Arist.Mu.397a1.
III counterplea, set-off, e.g. benefit conferred balanced against injury done, Hermog.Stat.2, cf. 6 (pl.), Arg.Lycurg.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 partido contrario στάσις δὴ καὶ ἀντίστασις καὶ μάχη ἐν αὐτῷ πρὸς αὑτὸν τότε γίγνεται Pl.R.560a.
2 rivalidad, oposición ἀντίστασιν αἰώνιον Ph.1.577, ἔγκλημα τῆς ἀντιστάσεως ἐπὶ τῇ ἀρχῇ προσφερόμενον I.AI 17.313, τύχης ἀ. oposición de la fortuna Plu.Aem.36, cf. Chrys.M.59.379, PMonac.6.45 (VI d.C.)
ἐξ ἀντιστάσεως ἀγωνίζεσθαι = luchar en batalla campal Hdn.5.4.4
ataque c. argumentos παντὶ ἀντιστάσεως τρόπῳ κεχρημένοι οἱ Ἕλληνες Iust.Phil.Qu.Gr.M.6.1489B.
3 de ahí c. adj. de igualdad diferencia u oposición equivalente de los sonidos de las cuerdas de una lira πᾶσαι (αἱ χορδαί) κατὰ τὴν ἴσην ἀντίστασιν ἀλλήλαις συνηχοῦσι todas (las cuerdas de la lira) forman un sonido armónico oponiéndose entre sí con iguales intervalos Ath.Al.M.25.77A
equilibrio ἴσην ἀντίστασιν ἔχειν equivaler Arist.Mu.397a1, ἐξ ἀντιρρόπου τῶν διαλογισμῶν ἀντιστάσεως Iambl.Myst.1.3.
4 ret. compensación de un acto malo mediante uno bueno, Lycurg.argumen., Hermog.Stat.12.

German (Pape)

[Seite 261] ἡ, Gegenpartei, Plat. Rep. VIII, 560 a; Arist. u. Sp.; Widerstand, Plut. Aem. Paull. 36. Bei Rhetoren das Gegenüberstellen, Vergleichung.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
résistance, opposition, parti opposé.
Étymologie: ἀνθίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίστᾰσις: εως ἡ
1 противная сторона, враждебная партия (στάσις καὶ ἀ. Plat.);
2 сопротивление: τύχης ἀ. Plut. превратности судьбы, неблагоприятные обстоятельства; ἡ ἴση ἀ. πρός τι καί τι Arst. равновесие между чем-л. и чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίστᾰσις: -εως, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στάσις, στάσις καὶ ἀντίστασις καὶ μάχη Πλάτ. Πολ. 560Α. ΙΙ. τὸ ἀνθίστασθαί τινι, ἀντίστασις ὡς παρ’ ἡμῖν, τύχης Πλουτ. Αἰμίλ. 36· ἐξ ἀντιστάσεως ἀγωνίζεσθαι, συστάδην, Ἡρωδιαν. 5. 4, 6· ἴση ἀντίστασις, ἰσορροπία, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 7. ΙΙI. ἀντίθετος ἰσχυρισμός, Ρήτ.

Greek Monotonic

ἀντίστᾰσις: -εως, ἡ,
I. αντίπαλο κόμμα, σε Πλάτ.
II. αντίσταση, αντοχή, σε Πλούτ.

Greek Monolingual

η (AM ἀντίστασις)
αντίδραση, εναντίωση σε κάποια ενέργεια ή στις θελήσεις κάποιου
νεοελλ.
1. η αντίδραση την οποία προβάλλει κάποιο σώμα όταν δέχεται ενέργεια άλλου σώματος («αντίσταση της ύλης», «αντίσταση του αέρα»)
2. το να αρνείται κάποιος να υποταγεί ή να υποχωρήσει
3. (ως κύριο όνομα) Αντίσταση
ο αγώνας που διεξάγεται είτε ενεργητικά είτε παθητικά εναντίον τυραννικού καθεστώτος, ξένου κατακτητή κ.λπ.
αρχ.-μσν.
1. η στάση, η ανταρσία
2. αντίθετος ισχυρισμός, αντεπιχείρημα
3. (Μουσ.) ισορροπία, αρμονία.

Middle Liddell

I. an opposite party, Plat.
II. a standing against, resistance, Plut.