ἀνυμφής
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ἀνυμφές, acc. sg. ἀνυμφέα cj. for ἄνυμφο[ν], Milet.6.46 (Mnemos.50.255).
Spanish (DGE)
-ές virgen μήτηρ Gr.Naz.M.37.462A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυμφής: -ές, = τῷ ἑπομ., ἀν. μήτηρ, παρθένος μήτηρ, Γρηγόρ. Ναζ.
Greek Monolingual
ἀνυμφής (-οῦς), η (Α)
βλ. ανύμφευτος («ἀνυμφής μήτηρ» — μητέρα παρθένος, Γρηγ. Ναζ.).