ἀνυμφής

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυμφής Medium diacritics: ἀνυμφής Low diacritics: ανυμφής Capitals: ΑΝΥΜΦΗΣ
Transliteration A: anymphḗs Transliteration B: anymphēs Transliteration C: anymfis Beta Code: a)numfh/s

English (LSJ)

ἀνυμφές, acc. sg. ἀνυμφέα cj. for ἄνυμφο[ν], Milet.6.46 (Mnemos.50.255).

Spanish (DGE)

-ές virgen μήτηρ Gr.Naz.M.37.462A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυμφής: -ές, = τῷ ἑπομ., ἀν. μήτηρ, παρθένος μήτηρ, Γρηγόρ. Ναζ.

Greek Monolingual

ἀνυμφής (-οῦς), η (Α)
βλ. ανύμφευτοςἀνυμφής μήτηρ» — μητέρα παρθένος, Γρηγ. Ναζ.).