ἀξιολόγως
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à être pris en considération.
Étymologie: ἀξιόλογος.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιολόγως: подобающим образом (μελετᾶν τι ἀγαθόν Xen.; οὐδὲν ἀ. ἀποδιδόναι Plut.).