ἀπάχεια
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Full diacritics: ἀπάχεια | Medium diacritics: ἀπάχεια | Low diacritics: απάχεια | Capitals: ΑΠΑΧΕΙΑ |
Transliteration A: apácheia | Transliteration B: apacheia | Transliteration C: apacheia | Beta Code: a)pa/xeia |
[πᾰ], ἡ, thinness, Eust.641.33.
-ας, ἡ delgadez Eust.641.33.
ἀπάχεια, η (Μ)
το να είναι κανείς άπαχος, αδύνατος στο σώμα.