ἀπαράφθαρτος

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

German (Pape)

[Seite 280] unverdorben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράφθαρτος: -ον, ὁ μὴ ἐφθαρμένος, ὁ μὴ βεβλαμμένος, ἄφθορος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 incorrupto, inviolado τὰ τῆς οἰκείας φύσεως ἀπαράφθαρτα διασώζοντα Dion.Ar.DN M.3.592A.
2 adv. -ως incorruptiblemente νοεραί ... δυνάμεις ... ἀ. διακειμέναι Dion.Ar.EH M.3.477D.