ἀπείλημμαι

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἀπολαμβάνω.

Greek Monotonic

ἀπείλημμαι: Παθ. παρακ. του ἀπολαμβάνω.