ἀποιδίσκομαι

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποιδίσκομαι Medium diacritics: ἀποιδίσκομαι Low diacritics: αποιδίσκομαι Capitals: ΑΠΟΙΔΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: apoidískomai Transliteration B: apoidiskomai Transliteration C: apoidiskomai Beta Code: a)poidi/skomai

English (LSJ)

= ἀποιδέω, Hp.Int.41.

Spanish (DGE)

hincharse καὶ ἤν κου τῶν ἄρθρων ἀποιδίσκηται καὶ μὴ θέλῃ ἀφίστασθαι y si alguna de las articulaciones se hincha y no quiere remitir Hp.Int.41.

Greek Monolingual

ἀποιδίσκομαι κ. ἀποιδῶ (-έω) (Α)
φουσκώνω, πρήζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) + οιδίσκομαι κ. οιδώ «φουσκώνω, πρήζομαι»].