ἀποπλανίης
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
ion. c. ἀποπλανίας.
Spanish (DGE)
(ἀποπλᾰνίης) -ου
que se ha escapado, perdido de niños pequeños παῖδα Καλύπτρης AP 9.240 (Phil.), κοῦρον ἐπιμάζιον AP 9.548 (Bianor).