ἀποχέτευσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, drawing off, περιττωμάτων Ph.1.29.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
canal, conducto de expulsión τῶν περιττωμάτων Ph.1.29, cf. Eus.PE 9.37.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχέτευσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποχετεύειν, περιττωμάτων Φίλων 1. 29.