ἀπροπτώτως

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
sans précipitation.
Étymologie: , προπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροπτώτως: неослабно, терпеливо Plut.