ἀπρόσκλιτος
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
Spanish (DGE)
-ον
1 imparcial subst. τὸ ἀπρόσκλιτον = imparcialidad τὸ λίαν ἀπηκριβωμένον τοῦ κριτοῦ καὶ ἀπρόσκλιτον Ast.Am.Hom.9.3.1.
2 adv. ἀπροσκλίτως = de forma imparcial, de forma ecuánime οἰκονομεῖν Basil.M.31.1008B.
German (Pape)
sich nicht hinneigend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσκλῐτος: -ον, ἀσάλευτος, σταθερός, ὁ ἐν πᾶσι μείνας ἀπρόσκλιτος Θεόδ. Στουδ. σ.24D. -Ἐπίρρ. -τως, «τῶν δυναμένων ἀπροσκλίτως καὶ σοφῶς οἰκονομεῖν τὰ πάντα» Βασιλικ. τ.2. σ.381Α.