ἀπτέρωτος

English (LSJ)

ἀπτέρωτον,
A unfeathered, of arrows or bolts, IG2.809e19.
II ἀπτέρωτα· ταχέα, αἰφνίδια, Hsch.; cf. ἀπτερέως, ἄπτερος III.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene plumas de flechas IG 22.1629e.994 (IV a.C.).
2 ἀπτέρωτα· ταχέα. αἰφνίδια (falsa interpr. de 1) Hsch.

German (Pape)

[Seite 340] unbeflügelt, Hesych. erkl. ταχύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπτέρωτος: -ον, ἄνευ πτερῶν, ἐπὶ βελῶν ἢ ἀκοντίων, ἐπιγρ. ἐν Βοικχίου Urkund. σ. 411. 499· κατὰ Σουΐδ. «ἄπτιλα, τὰ ἀπτέρωτα», κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπτέρωτα· ταχέα, αἰφνίδια».

Greek Monolingual

ἀπτέρωτος, -ον (AM)
άπτερος.