ἀπότιστος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
ἀπότιστον, unwatered, PTeb.1.71.8-9n. (ii B.C.).
Spanish (DGE)
-ον
1 adj. no regado δένδρον Gr.Thaum.Pan.Or.7.18.
2 subst. ἡ ἀ. tierra de secano, PTeb.1126.1 (II a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότιστος: -ον, (ποτίζω) ὁ μὴ ποτισθείς, δένδρον ἀκλάδευτον καὶ ἀπότιστον Γρηγ. Θαυμ. εἰς Ὠριγ. σ. 12. 62Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπότιστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ποτιστεί
2. αυτός που δεν έχει πιει νερό.