ἀρρενόω
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενόω: ἴδε ἀρρενόομαι.
Spanish (DGE)
1 en v. act. representar como varón τὸ δὲ στερρὸν ... τῶν χειμερίων (μηνῶν) ἠρρένωσεν Heraclit.All.71.9
•fig. endurecer ἐπιθυμήσας ἀρρηνῶσαι τὴν ἱερὰν σου ψυχήν Synes.Ep.146.
2 en v. med. hacerse varón, comportarse como un varón καὶ μήτε τὸ θῆλυ παρὰ φύσιν ἀρρενοῦσθαι μήτε τἄρρεν ... μαλακίζεσθαι Luc.Am.19, βούλεται ... ἠρρενῶσθαι γὰρ τὸν ἀληθείᾳ σχολάζοντα Clem.Al.Strom.2.18.81, de mujeres θηλειῶν ... νεανικαὶ ψυχαὶ ... ἠρρενωμέναι Eus.LC 7, cf. Ph.2.328, Eus.HE 8.14.14
•astrol. de estrellas hacerse masculinas ἀρρενοῦσθαι δέ φασι τοὺς ἀστέρας καὶ θηλύνεσθαι Ptol.Tetr.1.6.2, cf. Heph.Astr.1.2.11
•fig. ser varonil de los tonos musicales graves en op. a los agudos οἱ μὲν ... κατὰ τὸ βάρος κοιλότατοι καὶ ἠρρενωμένοι Aristid.Quint.81.29.
German (Pape)
männlich machen, Synes.
Pass., männlich werden, perf., Eur. Bacch. 687; praes., Luc. Amor. 19; Sp.