ἀρχιδαφνηφορέω

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχιδαφνηφορέω Medium diacritics: ἀρχιδαφνηφορέω Low diacritics: αρχιδαφνηφορέω Capitals: ΑΡΧΙΔΑΦΝΗΦΟΡΕΩ
Transliteration A: archidaphnēphoréō Transliteration B: archidaphnēphoreō Transliteration C: archidafniforeo Beta Code: a)rxidafnhfore/w

English (LSJ)

Thess. ἀρχιδαυχναφορέω, to be chief bearer of bays (δαφνηφόρος), IG9(2).1234 (Phalanna).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιδαφνηφορέω: εἶμαι ὁ πρῶτος τῶν δαφνηφορούντων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766 ἐν τῷ Θεσσαλ. τύπῳ (;) ἀρχιδαυχναφορείσας. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει λέξιν δαυχμόν, καὶ ἑρμηνεύει: «εὔκαυστον ξύλον δάφνης», πρβλ. καὶ σχόλ. εἰς Νίκανδρ.