ἀσσότερος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): eol. ἀσσύτερος Opp.C.4.202, Hsch., Eust.631.44
compar. de ἄγχι
1 más cercano c. gen. τὸ μὲν ... ἀσσότερον βορέαο Arat.486, ἠελίου ... ἀλωαὶ ... ἀσσότεραι Arat.878, ἀσσοτέρας μαλεροῖο πυρὸς τέχνας μογέουσιν Man.6.390, c. dat. ἵνα ... ἡ κεφαλὴ τῇ κεφαλῇ ἀσσοτέρα γένηται Io Hist.6, abs., Opp.C.4.121, 202.
2 adv. ἀσσοτέρω más cerca c. gen. πυρός Od.19.506, c. dat. ἀ. καθίσασα ... πυρί Od.17.572, v. tb. ἆσσον.