ἀσυναίσθητος
English (LSJ)
ἀσυναίσθητον, not perceptible, Simp.in Ph.707.4.
Spanish (DGE)
-ον
I 1imperceptible ὁ χρόνος ἄνευ κινήσεως ἀσυναίσθητος ἡμῖν ἐστι Simp.in Ph.707.4.
2 que no percibe c. gen. οὐκ ἀ. ... ἀπόστολοι Origenes Io.4.2.
II adv. -ως sin comprehensión οἱ δὲ κακοὶ καὶ πάσχοντες ὑπ' αὐτῆς ἀ. ἔχουσι πρὸς αὐτήν los malos incluso sufriendo bajo su acción (de la providencia) permanecen ignorantes respecto a ella Procl.in R.2.152.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυναίσθητος: -ον, ὁ μὴ συναισθανόμενος, οὐκ ἀσυναίσθητοι οἱ ἀπόστολοι τυγχάνοντες τῶν ἐν οἷς προσκόπτουσιν Ὠριγ. IV. 185Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυναίσθητος, -ον) συναισθάνομαι
αυτός που δεν έχει συναίσθηση ή επίγνωση των λόγων ή των πράξεών του
νεοελλ.
(για πράξεις) αυτός που συντελείται χωρίς συναίσθηση.