ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
ἀτέλεστα: и ἀτέλεστον adv. без пользы, напрасно Hom., Anth.
infructuosamente, en vano