ἀτευκτέω

English (LSJ)

A fail in gaining, τῆς πατρίου ἀγωγῆς Plu.2.235b; τῶν οἰκείων χρειῶν Phld.Ir.p.47 W., cf. ib.p.9 W., Herm. ap. Stob.1.49.44.
II Pass., to be unsuccessful, of an operation, Antyll. ap. Orib. 45.25.6.

Spanish (DGE)

ser deficiente, fallar, dejar de conseguir c. gen. τῶν οἰκείων χρειῶν Phld.Ir.21.19, cf. Adul.3.7G., ἀτευκτεῖ μεγέθους Hero Def.123, τῆς πατρίου ἀγωγῆς Plu.2.235b, abs. τοῖς ἀτευκτήκασι (ὀνόμασι) por no llevar artículo, A.D.Synt.57.1, ἐπιθυμίαι ... ἀτευκτοῦσαι deseos fallidos, Corp.Herm.Fr.23.46
en v. med.-pas. fracasar, fallar ὥστε μὴ ἀτευκτηθῆναι τὴν παρακόλλησιν Antyll. en Orib.45.25.6.

German (Pape)

[Seite 385] verfehlen, nicht erlangen, τινός Sp.; ἀτευκτήσας Babr. 123, 6.

French (Bailly abrégé)

ἀτευκτῶ :
part. ao. ἀτευκτήσας et inf. ao. Pass. ἀτευκτηθῆναι;
ne pas obtenir, être frustré de, gén..
Étymologie: ἄτευκτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀτευκτέω: не получать или лишаться (ἐλπίδων Babr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτευκτέω: ἀποτυγχάνω, ἐλπίδων Βαβρ. 123. 6, πρβλ. Συνέσ. 8C.

Greek Monotonic

ἀτευκτέω: μέλ. -ήσω, αποτυγχάνω στην απόκτηση ενός πράγματος, με γεν., σε Βάβρ.

Middle Liddell

[From ἄτευκτος
to fail in gaining a thing, c. gen., Babr.