ἀφροφόρος
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
German (Pape)
[Seite 415] Schaum bringend, schäumend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροφόρος: -ον, ὁ ἀφρὸν παράγων, ὁ ἀφρίζων, Ἰω. Χρυσ.
Spanish (DGE)
-ον
espumeante fig. de las pasiones θάλασσα ... ἀφροφόρων καὶ παμμιάρων παθῶν Nil.M.79.241D, τὰ ἀφροφόρα τῶν ἡδονῶν ... κύματα Seuerian.Fic.M.59.590.