ἀχθοφορέω
English (LSJ)
A bear burdens, Plb.4.32.7, Plu.Mar.13; to be loaded, ἡ κοιλία Hp.Acut.28.
2 bear as a burden, νέκυν AP7.468 (Mel.); κριόν IG14.1301; ὄστρακον APl.4.333 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. 3a plu. ἠχθοφόρευν AP 7.468 (Mel.)]
1 llevar una carga, un peso μᾶλλον ἡμῶν ἀχθοφορεῖς Luc.DMort.29.2, de las canéforos ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς ἀχθοφοροῦσαι Hld.3.2.2
•c. ac. llevar como una carga νέκυν AP l.c., ὄστρακον AP 16.333 (Antiphil.), κριόν IG 14.1301, fig. τὸν κόσμον Ph.1.330
•llevar la carga en rel. c. el trabajo propio de esclavos o animales soportar trabajos de carga δουλεύειν ἠναγκάζοντο τούτοις ἀχθοφοροῦντες Plb.4.32.7, cf. D.C.72.12.1, en este sent. op. πολεμεῖν en cont. milit. ἀχθοφορεῖν μᾶλλον ἢ πολεμεῖν μεμελετήκασι D.C.50.28.6, de soldados en situación precaria ἑαυτῷ δ' ἕκαστον ἀχθοφορεῖν ἀναγκάζων obligando a cada uno a llevar su propia impedimenta Plu.Mar.13, (ἵπποι) ἀχθοφοροῦντες Polyaen.2.1.17, (ὄνον) πολλῷ πλείονα ἀχθοφορεῖν Aesop.190.1, cf. 196.1, 3, S.E.M.5.94
•en perf. estar cargado, estar lleno παρὰ τὸ ἔθος ἠχθοφόρηκεν ἡ κοιλίη Hp.Acut.28.
German (Pape)
[Seite 418] Last tragen, schwer tragen, Luc. D. Mort. 24, 2 u. öfter; Pol. 4, 32, 7; Plut. Mar. 13; νέκυν Mel. 124 (VII, 468); δέπας Antiphil. 14 (Plan. 333).
French (Bailly abrégé)
ἀχθοφορῶ :
f. ἀχθοφορήσω;
porter un fardeau.
Étymologie: ἀχθοφόρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀχθοφορέω:
1 таскать тяжести Polyb., Plut.;
2 переносить (νέκυν οἰμωγᾷ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθοφορέω: φέρω ἄχθη, βάρη, φορτία, Πολύβ. 4. 32, 7, Πλουτ. Μάρ. 13· εἶμαι φορτωμένος, ἡ κοιλία Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388. 2) φέρω ὡς φορτίον, τι Ἀνθ. ΙΙ. 7. 468, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1102.
Greek Monotonic
ἀχθοφορέω: μέλ. -ήσω·
1. φέρω, σηκώνω βάρη, σε Πλούτ.
2. φέρω ως φορτίο, τι, σε Ανθ.
Middle Liddell
[From ἀχθοφόρος
1. to bear burdens, Plut.
2. to bear as a burden, τι Anth.