ἀύω

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

English (Slater)

ἀῡω cry out Περσεὺς ὁπότε τρίτον υσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων (codd.: ἄνυσσεν Σ̆{γρ˙}, Boeckh) (P. 12.11) [ἀύει codd.: ἀίει Hermann e Σ. (I. 6.25) ].