ἁδρολαλία

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρολαλία: ἡ, χονδρολογία, ἢ καὶ πολυλογία, Κοραῆ Ἄτακτα, τόμ. α΄, σ. 302 ἐκ τοῦ Πτωχοπροδρ. Βιβλ. Β΄ 483.