ἁλίκμητος

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source

German (Pape)

[Seite 96] μέριμνα Paul. Sil., Sorgen ums Meer.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίκμητος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης ταλαιπωρούμενος, μέριμνα ἁλ., ἡ μέριμνα καὶ ὁ κόπος τοῦ θαλασσινοῦ βίου, Παῦλ. Σιλ. Ἔκφρ. τοῦ Ἄμβων. 198.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
trabajado, forjado por el mar Paul.Sil.Ambo 228.