ἄγεστα

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ἄγεστα: «πολεμικὸν μηχάνημα ἐκ λίθων καὶ ξύλων καὶ χοῦ ἐγειρόμενον· οἱ δὲ ἔγεστά φασι τὸ τοιοῦτον μηχάνημα», Σουΐδ. πρβλ. τὸ Λατ. Aggestum.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἔγεστα Sud., Zonar.; ἄκεσσα Sud., Zonar.
• Morfología: [acent. ἀγέστα Procop.Pers.2.26.29 (var.), Euagr.Schol.HE 4.27]
terraplén, parapeto, empalizada Procop.Pers.2.26.29, Euagr.Schol.l.c., Sud.s.u. ἄγεστα, ἄκεσσα, ἔγεστα, Zonar.ll.cc.
• Etimología: Fem. creado sobre nom. plu. de lat. aggestum.