ἄναρμος
From LSJ
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
English (LSJ)
ἄναρμον,
A without joints, of atoms, Gal.1.416, cf. Heraclid.Pont. ap.eund.19.244; ὄγκοι S.E.M.10.318.
2 loose, of the groin, prob. l. in Philostr. Gym.48.
Spanish (DGE)
-ον
1 sin junturas ὄγκοι de los átomos, Heraclid.Pont.119a.21, cf. Gal.1.416.
2 desencajado ἰσχίον Philostr.Gym.48.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναρμος: -ον, ὁ μὴ ἁρμόζων, μὴ προσαρμοζόμενος, ἀνάρμους ὄγκους Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 318, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄναρμος: неприлаженный: ἄναρμοι ὄγκοι Sext. несвязанные друг с другом атомы.