ἄσσιστα

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Spanish (DGE)

• Alolema(s): arcad. ἄσιστα IG 5(2).159.17 (Tegea)
adv. sup. de ἄγχι muy cerca A.Fr.66, cf. Hsch., τοὶ 'ς ἄσιστα los parientes más cercanos, IG l.c., cf. τοὶρ δὲ ἐπ' ἄ<σ>σιστα Schwyzer 424.9 (Élide IV a.C.), v. tb. ἄγχιστος, ἀσσότατος.

German (Pape)

s. ἄγχι.